- ἐρέττω
- ἐρέσσωrowpres subj act 1st sg (attic)ἐρέσσωrowpres ind act 1st sg (attic)ἐρέσσω , ἐρέσσωrowaor ind mid 2nd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερέσσω — (Α ἐρέσσω και αττ. τ. ἐρέττω) [ερέτης] κωπηλατώ, τραβώ κουπί, θέτω κάποιο σκάφος σε κίνηση με κουπιά αρχ. 1. κινούμαι γρήγορα κωπηλατώντας 2. (ενεργ. και παθ.) κινώ γρήγορα, θέτω σε γρήγορη κίνηση («πτερύγων ἐρετμοῑσιν ἐρεσσόμενοι» προχωρούν… … Dictionary of Greek
παρερέττω — Α κινώ κάτι σαν να κάνω κουπί («ὤσπερ κώπαις τισί παρερέττων τὸ σῶμα», Πολυδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐρέττω, αττ. τ. τού ἐρέσσω «κωπηλατώ»] … Dictionary of Greek
erǝ-1, rē-, er(e)- — erǝ 1, rē , er(e) English meaning: to row Deutsche Übersetzung: “rudern; Ruder” Material: O.Ind. arí tra m. “ driving; rudder “, n. (also áritra ) “ rudder, helm “, aritár “oarsman”; Gk. ἐρέ της “oarsman”, replacement for *ἐρετήρ… … Proto-Indo-European etymological dictionary